- κορύμβηλος
- κορύμβηλος, ὁ (Α) [κόρυμβος]κορυμβίας*, κισσός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κορυμβήλοιο — κορύμβηλος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρυμβος — Το ακρότατο σημείο βουνού καθώς και πλοίου (ακροστόλιο)· επίσης, ο γυναικείος κότσος. (Αστρον.) Βλ. λ. άπηξ. (Βοταν.) Ένας από τους τύπους των βοτρυωδών (μονοποδιακών) ταξιανθιών των φυτών, όπου οι μίσχοι των χαμηλότερων στον βλαστό λουλουδιών ή… … Dictionary of Greek